- σιτάλευρο
- το, Ναλεύρι από σιτάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + αλεύρι. Η λ., στον λόγιο τ. σιτάλευρον, μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτάλευρο — το αλεύρι από σιτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυμαρικό — το [ζυμάρι] 1. κάθε παρασκεύασμα από σιτάλευρο χωρίς προσθήκη ζύμης, που ξηραίνεται στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους 2. (κυρίως στον πληθ.) τα ζυμαρικά όλα τα παρασκευάσματα από άμυλο, όπως είναι τα μακαρόνια, ο φιδές, η μανέστρα κ.λπ., οι πάστες … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
φαρίνα — η, Ν λεπτό και εξαιρετικής ποιότητας σιτάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. farina < λατ. farina «αλεύρι» < λατ. far, farris «είδος σιτηρού»] … Dictionary of Greek
φαρίνα — η (λ. ιταλ.), λεπτότατο και εκλεκτής ποιότητας σιτάλευρο, άχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)